ἐξελίξει

ἐξελίξει
ἐξέλιξις
evolution
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐξελίξεϊ , ἐξέλιξις
evolution
fem dat sg (epic)
ἐξέλιξις
evolution
fem dat sg (attic ionic)
ἐξελίσσω
unroll
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξελίσσω
unroll
fut ind mid 2nd sg
ἐξελίσσω
unroll
fut ind act 3rd sg
ἐξελίσσω
unroll
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξελίσσω
unroll
fut ind mid 2nd sg
ἐξελίσσω
unroll
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντεμπρησμός — ο 1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών 2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει» …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • Παππούλιας, Δημήτριος — (Αθήνα 1878 – 1932). Έλληνας νομικός. Διδάκτορας της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1898) και με δεκαετείς σπουδές και έρευνες στο Γκέτινγκεν και στη Λιψία, διορίστηκε το 1911 τακτικός καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική Σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Σβώλος, Αλέξανδρος — Έλληνας νομικός και πολιτικός (Κρούσοβο, Μακεδονία 1892 Αθήνα 1956). Αριστούχος διδάκτορας της νομικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών το 1915, με τη διατριβή Το δικαίωμα του συνεταρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων κατά το σύνταγμα και τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”